δραματολόγιο — το κατάλογος τών δραμάτων που παρουσιάζει ένας θίασος σε ορισμένη θεατρική περίοδο, ρεπερτόριο … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
Γίντις — Γλωσσική διάλεκτος που ομιλείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ασκεναζίμ Εβραίων και γράφεται με εβραϊκούς χαρακτήρες. Στην αρχαιότερη φάση της αποτελούσε μία παραλλαγή της μεσαιωνικής γερμανικής γλώσσας με εβραϊκά και νεολατινικά λεξιλογικά… … Dictionary of Greek
κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… … Dictionary of Greek
ρεπερτόριο — το, Ν 1. το σύνολο τών θεατρικών ή μουσικών έργων που ερμηνεύονται από έναν θίασο, ένα συγκρότημα ή, γενικά, μια καλλιτεχνική ομάδα για μια ορισμένη περίοδο, δραματολόγιο («το φετινό ρεπερτόριο τού εθνικού θεάτρου είναι πλούσιο») 2. το σύνολο τών … Dictionary of Greek
Αντουάν, Αντρέ — (André Antoine, Λιμόζ 1858 – Λε Πουλιγκέν 1943). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του νατουραλισμού στο γαλλικό θέατρο. Άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για το θέατρο όταν ακόμα ήταν απλός υπάλληλος της… … Dictionary of Greek
Εθνικό θέατρο — Κρατικό θέατρο της Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1930. Το 1901 ιδρύθηκε το Βασιλικό Θέατρο,τοοποίο στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου 22. Το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε κατά το διάστημα 1895 1901, σε σχέδια του Γερμανού… … Dictionary of Greek
Κουρτελίν, Ζορζ — (Georges Courteline, Τουρ 1858 – Παρίσι 1929). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ζορζ Βικτόρ Μαρσέλ Μουανό (Georges Victor Marcel Moinaux). Ήταν γιος του μυθιστοριογράφου και κωμωδιογράφου Ζιλ Μουανό. Από προσωπικές του εμπειρίες άντλησε … Dictionary of Greek